Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pɛ̃ɡl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épingle épingles

épingle (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία