βελονάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βελονάκι | τα | βελονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βελονάκι | τα | βελονάκια |
κλητική | βελονάκι | βελονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελονάκι < βελόν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελονάκι ουδέτερο