Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βελονάκι τα βελονάκια
      γενική
    αιτιατική το βελονάκι τα βελονάκια
     κλητική βελονάκι βελονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πέντε χοντρά βελονάκια για πλέξιμο και ένα ψιλο για κέντημα

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελονάκι < βελόν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βελονάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία