Ουσιαστικό

επεξεργασία

crochet (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crochet crochets

crochet (fr) αρσενικό

  1. το κροσέ
  2. ο γάντζος
  3. η αγκύλη
  4. το βελονάκι
  5. το αντικλείδι
  6. το τσιγκέλι