crochet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcrochet (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crochet | crochets |
crochet (fr) αρσενικό
crochet (en)
ενικός | πληθυντικός |
crochet | crochets |
crochet (fr) αρσενικό