Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
λεπτομέρεια από σεμέν (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμέν < γαλλική chemin (de table)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεμέν ουδέτερο άκλιτο (& σεμέ & σεμές)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία