σεμέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασεμέν ουδέτερο άκλιτο (& σεμέ & σεμές)
- (λαογραφία) είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), που στρώνεται κυρίως σε τραπέζι, τηλεόραση, δίσκο σερβιρίσματος κ.α.