αντικλείδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντικλείδι < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντικλείδι ουδέτερο
- δεύτερο κλειδί που ανοίγει την ίδια πόρτα με ένα άλλο
- έβγαλε αντικλείδι από την πόρτα του σπιτιού μου και έτσι μπορεί να μπαίνει όποτε θέλει
- κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες, πασπαρτού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντικλείδι
|