Ετυμολογία

επεξεργασία
πασπαρτού< γαλλική passe-partout < passe + partout (περνάει από παντού)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pas.paɾˈtu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐σπαρ‐τού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πασπαρτού ουδέτερο άκλιτο

  1. γενικό αντικλείδι που ανοίγει όλες τις κλειδαριές
    ⮡  ο γάμος της με τον πρίγκιπα έγινε το πασπαρτού για να ανοίξουν όλες οι πόρτες της υψηλής κοινωνίας
  2. (μεταφορικά) κάτι που ταιριάζει ή είναι χρήσιμο σε κάθε περίσταση ή περίπτωση
    ⮡  το τζιν είναι το πασπαρτού της γκαρνταρόμπας
  3. λεπτό χαρτόνι ή ξύλο όπου επικολλώνται φωτογραφίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία