πασπαρτού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασπαρτού< γαλλική passe-partout < passe + partout (περνάει από παντού)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pas.paɾˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐σπαρ‐τού
Ουσιαστικό επεξεργασία
πασπαρτού ουδέτερο άκλιτο
- γενικό αντικλείδι που ανοίγει όλες τις κλειδαριές
- ↪ ο γάμος της με τον πρίγκιπα έγινε το πασπαρτού για να ανοίξουν όλες οι πόρτες της υψηλής κοινωνίας
- (μεταφορικά) κάτι που ταιριάζει ή είναι χρήσιμο σε κάθε περίσταση ή περίπτωση
- ↪ το τζιν είναι το πασπαρτού της γκαρνταρόμπας
- λεπτό χαρτόνι ή ξύλο όπου επικολλώνται φωτογραφίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
πασπαρτού