passe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- passe < σύντμηση του passe-partout
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passe | passes |
passe (fr) αρσενικό
- το πασπαρτού
Ετυμολογία
επεξεργασία- passe < passer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passe | passes |
passe (fr) θηλυκό