Ετυμολογία

επεξεργασία
mot de passe < → δείτε τις λέξεις mot, de και passe

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo d(ə) pas/
 

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

mot de passe (fr) αρσενικό (πληθυντικός mots de passe)