Ετυμολογία

επεξεργασία
mot < λατινική muttum < muttire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mot mots

mot (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία