Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάβαση οι διαβάσεις
      γενική της διάβασης* των διαβάσεων
    αιτιατική τη διάβαση τις διαβάσεις
     κλητική διάβαση διαβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διάβαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάβα(σις) + -ση[1] < διά- + βαίνω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯a.va.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐βα‐ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διάβαση θηλυκό

  1. η ενέργεια του διαβαίνω, το πέρασμα
    η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη σε αυτό το σημείο
  2. το μέρος που επιτρέπει σε κάποιον να περάσει από ένα σημείο σε ένα άλλο
    ανισόπεδη διάβαση: κατασκευή, υπέργεια (γέφυρα) ή υπόγεια, που επιτρέπει στους πεζούς να περάσουν από τη μία πλευρά ενός δρόμου στην άλλη χωρίς να διασχίσουν το οδόστρωμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία