διάβαση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάβαση | οι | διαβάσεις |
γενική | της | διάβασης & διαβάσεως |
των | διαβάσεων |
αιτιατική | τη | διάβαση | τις | διαβάσεις |
κλητική | διάβαση | διαβάσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάβαση < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική διάβα(σις) + -ση[1] < διά- + βαίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.va.si/
- συλλαβισμός : δι‐ά‐βα‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάβαση θηλυκό
- η ενέργεια του διαβαίνω, το πέρασμα
- η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη σε αυτό το σημείο
- το μέρος που επιτρέπει σε κάποιον να περάσει από ένα σημείο σε ένα άλλο
- ανισόπεδη διάβαση: κατασκευή, υπέργεια (γέφυρα) ή υπόγεια, που επιτρέπει στους πεζούς να περάσουν από τη μία πλευρά ενός δρόμου στην άλλη χωρίς να διασχίσουν το οδόστρωμα
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διαβαίνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «διάβαση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.