διάβασις
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάβασις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διάβασις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάβασις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη διαβαίνω
Πηγές
επεξεργασία- διάβασις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάβασῐς | αἱ | διαβάσεις |
γενική | τῆς | διαβάσεως | τῶν | διαβάσεων |
δοτική | τῇ | διαβάσει | ταῖς | διαβάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διάβασῐν | τὰς | διαβάσεις |
κλητική ὦ! | διάβασῐ | διαβάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαβάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαβασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάβασις < διαβαίνω, δια-βα- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: διάβασις ⇘ νέα ελληνικά: διάβαση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάβασις, -εως θηλυκό
- η διάβαση, το πέρασμα προς κάπου
- τρόπος περάσματος
- (ελληνιστική σημασία) το πέρασμα του χρόνου
- (ελληνιστική σημασία) το εβραϊκό Πάσχα, ως πέρασμα
Πηγές
επεξεργασία- διάβασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάβασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.