Πάσχα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Πάσχα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Πάσχα < αραμαϊκή פסחא < εβραϊκή פסח (pesakh)
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Πάσχα ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία, ιουδαϊσμός) γιορτή κατά την οποία οι Ιουδαίοι θυμούνται την έξοδο από τη σκλαβιά στην αρχαία Αίγυπτο
- (χριστιανισμός) γιορτή κατά την οποία οι Χριστιανοί τιμούν την ένδοξη Ανάσταση του Ιησού Χριστού
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- πασχάζω
- πασχάλια
- Πασχαλιά
- πασχαλιά
- πασχαλιάτικα
- πασχαλιάτικος
- πασχαλινά
- πασχαλινός
- πασχάλιο
- πασχαλίτσα
- Πασχάλης
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Πάσχα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Πάσχα
|
|