↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασχαλινός η πασχαλινή το πασχαλινό
      γενική του πασχαλινού της πασχαλινής του πασχαλινού
    αιτιατική τον πασχαλινό την πασχαλινή το πασχαλινό
     κλητική πασχαλινέ πασχαλινή πασχαλινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασχαλινοί οι πασχαλινές τα πασχαλινά
      γενική των πασχαλινών των πασχαλινών των πασχαλινών
    αιτιατική τους πασχαλινούς τις πασχαλινές τα πασχαλινά
     κλητική πασχαλινοί πασχαλινές πασχαλινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
χριστιανοί κρατούν πασχαλινές λαμπάδες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πασχαλινός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πασχαλινός < πασχάλιος

  Επίθετο

επεξεργασία

πασχαλινός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία