Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασχαλινός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πασχαλιν
ός
η
πασχαλιν
ή
το
πασχαλιν
ό
γενική
του
πασχαλιν
ού
της
πασχαλιν
ής
του
πασχαλιν
ού
αιτιατική
τον
πασχαλιν
ό
την
πασχαλιν
ή
το
πασχαλιν
ό
κλητική
πασχαλιν
έ
πασχαλιν
ή
πασχαλιν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πασχαλιν
οί
οι
πασχαλιν
ές
τα
πασχαλιν
ά
γενική
των
πασχαλιν
ών
των
πασχαλιν
ών
των
πασχαλιν
ών
αιτιατική
τους
πασχαλιν
ούς
τις
πασχαλιν
ές
τα
πασχαλιν
ά
κλητική
πασχαλιν
οί
πασχαλιν
ές
πασχαλιν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
χριστιανοί κρατούν
πασχαλινές
λαμπάδες
Ετυμολογία
επεξεργασία
πασχαλινός
< (
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
πασχαλινός
<
πασχάλιος
Επίθετο
επεξεργασία
πασχαλινός, -ή, -ό
(
θρησκεία
) που έχει σχέση με το
Πάσχα
ή συμβαίνει κατά την περίοδο αυτή
Συνώνυμα
επεξεργασία
λαμπριάτικος
πασχαλιάτικος
Συγγενικά
επεξεργασία
πασχαλινά
→
δείτε
τη λέξη
Πάσχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασχαλινός
αγγλικά
:
paschal
(en)
γαλλικά
:
pascal
(fr)
γερμανικά
:
österlich
(de)
ιταλικά
:
pasquale
(it)
πολωνικά
:
wielkanocny
(pl)
ρωσικά
:
пасхальный
(ru)