πασχαλιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπασχαλιάτικος, -η, -ο
- (θρησκεία) άλλη μορφή του πασχαλινός
Συγγενικά
επεξεργασία- πασχαλιάτικα
- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πασχαλιάτικος
|
πασχαλιάτικος, -η, -ο
|