Ετυμολογία

επεξεργασία

πασχαλιάτικα < πασχαλιάτικος +

Επίρρημα

επεξεργασία

πασχαλιάτικα

  1. (θρησκεία) την περίοδο του εβραϊκού Πάσχα
  2. ανήμερα της χριστιανικής εορτής της Ανάστασης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία