πασχαλινά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασχαλινά < πασχαλινός + -α
Επίρρημα επεξεργασία
πασχαλινά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πασχαλινά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πασχαλινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πασχαλινό