πασχαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασχαλιά | οι | πασχαλιές |
γενική | της | πασχαλιάς | των | πασχαλιών |
αιτιατική | την | πασχαλιά | τις | πασχαλιές |
κλητική | πασχαλιά | πασχαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- πασχαλιά < Πασχαλιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πασχαλιά θηλυκό
- (λουλούδι) καλλωπιστικό και φαρμακευτικό φυτό (Syringa vulgaris) του οποίου τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και ανθίζει την άνοιξη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
πασχαλιά στη Βικιπαίδεια