Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άνοιξη οι ανοίξεις
      γενική της άνοιξης* των ανοίξεων
    αιτιατική την άνοιξη τις ανοίξεις
     κλητική άνοιξη ανοίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοίξεως
Ο πληθυντικός άνοιξες, στη λογοτεχνία.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνοιξη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἄνοιξις (άνοιγμα) ἀνοιγ(σις) + ανοιγ-ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ni.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐νοι‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άνοιξη θηλυκό

  1. μία από τις τέσσερις εποχές του έτους ανάμεσα στο χειμώνα και το καλοκαίρι
    η άνοιξη έχει 3 μήνες: τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο
  2. κατά τη διάρκεια της άνοιξης
    την άνοιξη η φύση οργιάζει

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  • έαρ {αρχαιοπρεπές}

Παροιμίες επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία