printempo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | printempo | printempoj |
αιτιατική | printempon | printempojn |
printempo (eo)
- η άνοιξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | printempo | printempoj |
αιτιατική | printempon | printempojn |
printempo (eo)