Δείτε επίσης: ανοίγω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνοίγω < (ἀνά) ἀν- + οἴγω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ανοίγω

ἀνοίγω

  1. ανοίγω
  2. φανερώνω, αποκαλύπτω
  3. (ναυτικός όρος) ανοίγομαι στο πέλαγος, στα ανοικτά

Άλλες μορφές

επεξεργασία