Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοίγομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανοίγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈni.ɣo.me/
ομόηχο: ανοίγομε
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νοί‐γο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

ανοίγομαι, π.αόρ.: ανοίχτηκα, μτχ.π.π.: ανοιγμένος, (ενεργ.: ανοίγω)

  1. παθητικές σημασίες του ανοίγω
  2. μόνο στην παθητική φωνή
    1. απομακρύνομαι από τη στεριά
      μην ανοίγεσαι πολύ γιατί η θάλασσα σήμερα είναι αγριεμένη
       συνώνυμα: ξανοίγομαι
    2. παίρνω ρίσκο στα οικονομικά μου προσθέτοντας νέες υποχρεώσεις
      ανοίχτηκε πολύ στις δουλειές του και καταστράφηκε
       συνώνυμα: ξανοίγομαι
    3. ανοίγω την καρδιά μου μιλώντας με ειλικρίνεια
      Εγώ του ανοίχτηκα, αλλά το μετάνιωσα. Άρχισε να με κουτσομπολεύει δεξιά κι αριστερά.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία