Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ανηγμένος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανοιγμέν
ος
η
ανοιγμέν
η
το
ανοιγμέν
ο
γενική
του
ανοιγμέν
ου
της
ανοιγμέν
ης
του
ανοιγμέν
ου
αιτιατική
τον
ανοιγμέν
ο
την
ανοιγμέν
η
το
ανοιγμέν
ο
κλητική
ανοιγμέν
ε
ανοιγμέν
η
ανοιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανοιγμέν
οι
οι
ανοιγμέν
ες
τα
ανοιγμέν
α
γενική
των
ανοιγμέν
ων
των
ανοιγμέν
ων
των
ανοιγμέν
ων
αιτιατική
τους
ανοιγμέν
ους
τις
ανοιγμέν
ες
τα
ανοιγμέν
α
κλητική
ανοιγμέν
οι
ανοιγμέν
ες
ανοιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ανοιγμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανοίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοιγμένος