πέλαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέλαγος | τα | πελάγη |
γενική | του | πελάγους | των | πελαγών |
αιτιατική | το | πέλαγος | τα | πελάγη |
κλητική | πέλαγος | πελάγη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέλαγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέλαγος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂-. Συγκρίνετε με το πέλαγο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.la.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐λα‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέλαγος ουδέτερο
- η ανοικτή θάλασσα που βρίσκεται μακριά από την ακτή
- ↪ Η βάρκα του έπλεε ανοικτά, στο πέλαγος.
- (γεωγραφία) επώνυμη περιορισμένη θαλάσσια έκταση μικρότερη από τη θάλασσα και τον ωκεανό
- (μεταφορικά) μεγάλος όγκος, πλήθος, αφθονία
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πελαγ-
πελαγ-
- αβυσσοπελαγικός
- αγριοπέλαγο
- Αιγαιοπελαγίτης, Αιγαιοπελαγίτισσα
- αιγαιοπελαγίτικος
- ακροπελαγιά
- ανοιχτοπέλαγα (επίρρημα)
- ανοιχτοπέλαγο
- αποπέλαγα (επίρρημα)
- αρχιπέλαγο, αρχιπέλαγος
- αστροπέλαγο, αστροπέλαγος
- βαθυπελαγικός
- επιπελαγικός
- καταπέλαγα (επίρρημα)
- μακροπέλαγος
- μεσογειοπελαγίτικος
- μεσοπέλαγο
- μεσοπέλαγα (επίρρημα)
- μεσοπελαγικός
- μισοπέλαγα (επίρρημα)
- νυχτοπέλαγο
- ξεπελαγίζω
- ξεπελάγωμα
- ξεπελαγώνω
- πελαγιανός
- πελαγίζω
- πελάγιος
- πελαγίσιος / πελαγίσος
- πελαγοδαρμός
- πελαγοδρόμος / πελαγόδρομος
- πελαγομάχος
- πελάγωμα
- πελαγώνω
- πελαγοποταμιά
- πελαγόστηθος
- πελαγοταξιδευτής
- πελαγοταξιδεύτρα
- πελαγοφερμένος
- πελαγωμένος
- πελαγωτά (επίρρημα)
- πελαγόψαρο
- σμαραγδοπέλαγο
- υποπελάγιος
- φωτοπέλαγο
- Όροι με πελαγ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
όροι ωκεανολογίας: θαλάσσια διαστρωμάτωση:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πέλαγος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν τον όρο δείτε: θάλασσα
πέλαγος
→ δείτε τη λέξη θάλασσα |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέλαγος | τὰ | πελάγη & πελάγεᾰ |
γενική | τοῦ | πελάγους & πελάγεος |
τῶν | πελαγῶν & πελαγέων |
δοτική | τῷ | πελάγει & πελάγεῐ̈ |
τοῖς | πελάγεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πέλαγος | τὰ | πελάγη & πελάγεα |
κλητική ὦ! | πέλαγος | πελάγη & πελάγεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελάγει & πελάγεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πελαγοῖν & πελαγέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπέλαγος < θέμα πελα- + -γος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂- (πλατύς, επίπεδος) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέλαγος ουδέτερο
- πέλαγος
- πεδινή έκταση που έχει κατακλυστεί από νερό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πελαγ-
πελαγ-
θέμα με πελαγ-
→ και δείτε τα θέματα πλα- (πλατύς), πλη- (πλήττω), παλ- (παλάμη)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πέλαγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέλαγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.