μεσοπελαγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοπελαγικός < μεσο- + πελαγικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.so.pe.la.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐πε‐λα‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
μεσοπελαγικός, -ή, -ό
- που ζει στα μέσα βάθη της θάλασσας ή σχετίζεται με αυτά
- (θαλάσσια διαστρωμάτωση) χαρακτηρισμός θαλάσσιας ζώνης λόγω του βάθους της: μεσοπελαγική ζώνη θεωρείται η ζώνη στα βάθη από 200-1.000 μέτρα[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Θαλάσσια διαστρωμάτωση στη Βικιπαίδεια
- επιπελαγικός - μεσοπελαγικός - βαθυπελαγικός - αβυσσοπελαγικός / αβυσσαίος - πλουτώνιος
- μεσοπέλαγα (άλλη σημασία)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοπελαγικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμμα marine environments, ανακτήθηκε στις 6/7/2023