↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοπελαγικός η μεσοπελαγική το μεσοπελαγικό
      γενική του μεσοπελαγικού της μεσοπελαγικής του μεσοπελαγικού
    αιτιατική τον μεσοπελαγικό τη μεσοπελαγική το μεσοπελαγικό
     κλητική μεσοπελαγικέ μεσοπελαγική μεσοπελαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοπελαγικοί οι μεσοπελαγικές τα μεσοπελαγικά
      γενική των μεσοπελαγικών των μεσοπελαγικών των μεσοπελαγικών
    αιτιατική τους μεσοπελαγικούς τις μεσοπελαγικές τα μεσοπελαγικά
     κλητική μεσοπελαγικοί μεσοπελαγικές μεσοπελαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοπελαγικός < μεσο- + πελαγικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.so.pe.la.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐πε‐λα‐γι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μεσοπελαγικός, -ή, -ό

  1. που ζει στα μέσα βάθη της θάλασσας ή σχετίζεται με αυτά
  2. (θαλάσσια διαστρωμάτωση) χαρακτηρισμός θαλάσσιας ζώνης λόγω του βάθους της: μεσοπελαγική ζώνη θεωρείται η ζώνη στα βάθη από 200-1.000 μέτρα[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία