Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθυπελαγικός η βαθυπελαγική το βαθυπελαγικό
      γενική του βαθυπελαγικού της βαθυπελαγικής του βαθυπελαγικού
    αιτιατική τον βαθυπελαγικό τη βαθυπελαγική το βαθυπελαγικό
     κλητική βαθυπελαγικέ βαθυπελαγική βαθυπελαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθυπελαγικοί οι βαθυπελαγικές τα βαθυπελαγικά
      γενική των βαθυπελαγικών των βαθυπελαγικών των βαθυπελαγικών
    αιτιατική τους βαθυπελαγικούς τις βαθυπελαγικές τα βαθυπελαγικά
     κλητική βαθυπελαγικοί βαθυπελαγικές βαθυπελαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυπελαγικός < βαθυ- + πελαγικός , ενδεχομένως (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bathypelagic • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

βαθυπελαγικός, -ή, -ό

  1. που ζει στα βάθη της θάλασσας, του πελάγους,[1] η σχετίζεται με αυτά
     συνώνυμα: βαθύβιος
  2. (θαλάσσια διαστρωμάτωση) χαρακτηρισμός θαλάσσιας ζώνης λόγω του βάθους της. Η βαθυπελαγική ζώνη θεωρείται η ζώνη σε βάθη μεγαλύτερα από 1.000 και μέχρι τα 4.000 μέτρα[2]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. λήμματα «βαθύβιος» και «βαθυπελαγικός», στο: Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 356, 357.
  2. Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμμα bathypelagic zone, ανακτήθηκε στις 6/7/2023