Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβυσσοπελαγικος η αβυσσοπελαγικα το αβυσσοπελαγικο
      γενική του αβυσσοπελαγικου της αβυσσοπελαγικας του αβυσσοπελαγικου
    αιτιατική τον αβυσσοπελαγικο την αβυσσοπελαγικα το αβυσσοπελαγικο
     κλητική αβυσσοπελαγικε αβυσσοπελαγικα αβυσσοπελαγικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβυσσοπελαγικοι οι αβυσσοπελαγικες τα αβυσσοπελαγικα
      γενική των αβυσσοπελαγικων των αβυσσοπελαγικων των αβυσσοπελαγικων
    αιτιατική τους αβυσσοπελαγικους τις αβυσσοπελαγικες τα αβυσσοπελαγικα
     κλητική αβυσσοπελαγικοι αβυσσοπελαγικες αβυσσοπελαγικα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβυσσοπελαγικός < άβυσσ(ος) + -ο- + πελαγικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

αβυσσοπελαγικός, -α, -ο

  • (θαλάσσια διαστρωμάτωση) σχετικός με τη θαλάσσια ζώνη που βρίσκεται σε βάθος μεταξύ των 3.800 μέτρων και των 6.000 μέτρων[1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία