Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιπελαγικός η επιπελαγική το επιπελαγικό
      γενική του επιπελαγικού της επιπελαγικής του επιπελαγικού
    αιτιατική τον επιπελαγικό την επιπελαγική το επιπελαγικό
     κλητική επιπελαγικέ επιπελαγική επιπελαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιπελαγικοί οι επιπελαγικές τα επιπελαγικά
      γενική των επιπελαγικών των επιπελαγικών των επιπελαγικών
    αιτιατική τους επιπελαγικούς τις επιπελαγικές τα επιπελαγικά
     κλητική επιπελαγικοί επιπελαγικές επιπελαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπελαγικός < επι- + πελαγικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

επιπελαγικός, -ή, -ό

  • (θαλάσσια διαστρωμάτωση) σχετικός με τα ανώτερα βάθη της θάλασσας, επιπελαγική ζώνη θεωρείται η ζώνη από την επιφάνεια μέχρι το βάθος των 200 μέτρων[1]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία