πελαγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πελαγικός, -ή, -ό
- του πελάγους, που έχει σχέση ή αναφέρεται στο πέλαγος
- που ζει σε πελάγη
- Το σκουμπρί είναι πελαγικό είδος ψαριού, της οικογένειας Σκομβρίδες, συγγενικό με τον κολιό