↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελαγικός η πελαγική το πελαγικό
      γενική του πελαγικού της πελαγικής του πελαγικού
    αιτιατική τον πελαγικό την πελαγική το πελαγικό
     κλητική πελαγικέ πελαγική πελαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελαγικοί οι πελαγικές τα πελαγικά
      γενική των πελαγικών των πελαγικών των πελαγικών
    αιτιατική τους πελαγικούς τις πελαγικές τα πελαγικά
     κλητική πελαγικοί πελαγικές πελαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελαγικός < πέλαγος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πελαγικός, -ή, -ό

  1. του πελάγους, που έχει σχέση ή αναφέρεται στο πέλαγος
  2. που ζει σε πελάγη
    Το σκουμπρί είναι πελαγικό είδος ψαριού, της οικογένειας Σκομβρίδες, συγγενικό με τον κολιό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία