Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελάγιος η πελάγια το πελάγιο
      γενική του πελάγιου της πελάγιας του πελάγιου
    αιτιατική τον πελάγιο την πελάγια το πελάγιο
     κλητική πελάγιε πελάγια πελάγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελάγιοι οι πελάγιες τα πελάγια
      γενική των πελάγιων των πελάγιων των πελάγιων
    αιτιατική τους πελάγιους τις πελάγιες τα πελάγια
     κλητική πελάγιοι πελάγιες πελάγια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελάγιος < αρχαία ελληνική < πέλαγος

  Επίθετο επεξεργασία

πελάγιος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

* πελαγίσιος
* πελαγινός

  Μεταφράσεις επεξεργασία