σκουμπρί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουμπρί | τα | σκουμπριά |
γενική | του | σκουμπριού | των | σκουμπριών |
αιτιατική | το | σκουμπρί | τα | σκουμπριά |
κλητική | σκουμπρί | σκουμπριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκουμπρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουμπρίον < *σκομβρίον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική σκόμβρος[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκουμπρί ουδέτερο
- πελαγικό είδος ψαριού (Scomber scombrus, Σκόμβρος ο γνήσιος), της οικογένειας Σκομβρίδες, συγγενικό με τον κολιό. Περιζήτητο βρώσιμο ψάρι.
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σκουμπρί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκουμπρί
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκουμπρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας