Δείτε επίσης: σμαρίς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρίδα οι μαρίδες
      γενική της μαρίδας των μαρίδων
    αιτιατική τη μαρίδα τις μαρίδες
     κλητική μαρίδα μαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μαρίδα (spicara smaris)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρίδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σμαρίς, από την αιτιατική η σμαρίδα, με αποβολή του [z], από συμπροφορά με το άρθρο[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρίδα θηλυκό

  1. είδος μικρού και φτηνού ψαριού (Spicara smaris)
    ※  Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
    Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books
  2. (μεταφορικά, μόνο στον ενικό) πλήθος μικρών παιδιών (στο δρόμο, σε εξωτερικό χώρο)
    ⮡  Κάθε φορά που περνάει από τη γειτονιά, η μαρίδα τον παίρνει στο κατόπι και τον κοροϊδεύει.
  3. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση, μόνο στον ενικό) οι μικροί, ασήμαντοι απατεώνες, τα «μικρά ψάρια», σε αντιδιαστολή με τα «μεγάλα ψάρια», τους «καρχαρίες» ή «μεγαλοκαρχαρίες»
    ⮡  Ασκήθηκαν πολλές ποινικές διώξεις για τις υπεξαιρέσεις που ανακαλύφθηκαν, αλλά ως συνήθως την πλήρωσε η μαρίδα· τους «μεγάλους» δεν τόλμησαν να τους ακουμπήσουν.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία