Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατόπι < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

κατόπι

  1. άλλη μορφή του κατόπιν
  2. πίσω από

Εκφράσεις επεξεργασία

  • παίρνω στο κατόπι: ακολουθώ κάποιον, πηγαίνω από πίσω του όπου πάει

  Μεταφράσεις επεξεργασία