παλαμίδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλαμίδα | οι | παλαμίδες |
γενική | της | παλαμίδας | των | παλαμίδων |
αιτιατική | την | παλαμίδα | τις | παλαμίδες |
κλητική | παλαμίδα | παλαμίδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαμίδα < μεσαιωνική ελληνική παλαμίδα < ελληνιστική κοινή παλαμίς < αρχαία ελληνική πηλαμύς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλαμίδα θηλυκό
- (ιχθυολογία) είδος πελαγικού ψαριού (επιστημονική ονομασία: Sarda sarda) του γένους Sarda και της οικογένειας των Σκομβρίδων, με υδροδυναμικό και ατρακτοειδές σώμα. Το μήκος της φτάνει τα 90 εκατοστά και το μέγιστο βάρος της τα 11 κιλά.