Δείτε επίσης: Παλαμίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαμίδα οι παλαμίδες
      γενική της παλαμίδας των παλαμίδων
    αιτιατική την παλαμίδα τις παλαμίδες
     κλητική παλαμίδα παλαμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Παλαμίδα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλαμίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλαμίδα < ελληνιστική κοινή παλαμίς < αρχαία ελληνική πηλαμύς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.laˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λα‐μί‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλαμίδα θηλυκό

  • (ψάρι) είδος πελαγικού ψαριού (επιστημονική ονομασία: Sarda sarda) του γένους Sarda και της οικογένειας των Σκομβρίδων, με υδροδυναμικό και ατρακτοειδές σώμα. Το μήκος της φτάνει τα 90 εκατοστά και το μέγιστο βάρος της τα 11 κιλά.
    ※  Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
    Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία