Δείτε επίσης: Παλαμίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαμίδα οι παλαμίδες
      γενική της παλαμίδας των παλαμίδων
    αιτιατική την παλαμίδα τις παλαμίδες
     κλητική παλαμίδα παλαμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Παλαμίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαμίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλαμίδα < ελληνιστική κοινή παλαμίς < αρχαία ελληνική πηλαμύς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.laˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λα‐μί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαμίδα θηλυκό

  • (ψάρι) είδος πελαγικού ψαριού (επιστημονική ονομασία: Sarda sarda) του γένους Sarda και της οικογένειας των Σκομβρίδων, με υδροδυναμικό και ατρακτοειδές σώμα. Το μήκος της φτάνει τα 90 εκατοστά και το μέγιστο βάρος της τα 11 κιλά.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία