Δείτε επίσης: πηλαμύς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλαμίς αἱ παλαμίδες
      γενική τῆς παλαμίδος τῶν παλαμίδων
      δοτική τῇ παλαμίδ ταῖς παλαμίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παλαμίδ τὰς παλαμίδᾰς
     κλητική ! παλαμίς* παλαμίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλαμίδε
γεν-δοτ τοῖν  παλαμίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. παλαμίς < αρχαία ελληνική πηλαμύς + -ίς
  2. παλαμίς < αρχαία ελληνική παλάμη + -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαμίς θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαμίς θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) τυφλοπόντικας, ασπάλακας
     συνώνυμα: ἀσπάλαξ
  2. τεχνίτης
    παλαμίς: τεχνίτης, παρὰ τοῖς Σαλαμ(ι)νίοις (Ησύχιος, Γλώσσαι/Π. Κάποιοι εκδότες τού Ησυχίου γράφουν πάλαμις)