πηλαμύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πηλαμύς | αἱ | πηλαμύδες |
γενική | τῆς | πηλαμύδος | τῶν | πηλαμύδων |
δοτική | τῇ | πηλαμύδῐ | ταῖς | πηλαμύσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πηλαμύδᾰ | τὰς | πηλαμύδᾰς |
κλητική ὦ! | πηλαμύς | πηλαμύδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηλαμύδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πηλαμύδοιν | ||
Με βραχύ ύψιλον στο θέμα -ύς, -ύδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χλαμύς' όπως «χλαμύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηλαμύς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηλαμύς θηλυκό
- (ιχθυολογία) μικρός (σε ηλικία) τόνος
- ※ Ὅλως δ' ἀγελαῖά ἐστι τὰ τοιάδε, θυννίδες, μαινίδες, κωβιοί, βῶκες, σαῦροι, κορακῖνοι, σινόδοντες, τρίγλαι, σφύραιναι, ἀνθίαι, ἐλεγῖνοι, ἀθερῖνοι, σαργῖνοι, βελόναι, τευθοί, ἰουλίδες, πηλαμύδες, σκόμβροι, κολίαι. (Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών/9, 2 / 610b)
- ※ Αἱ δὲ πηλαμύδες καὶ οἱ θύννοι τίκτουσιν ἐν τῷ Πόντῳ, ἄλλοθι δ' οὔ. (Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών/5, 10 / 543b)
- ※ Χαλκηδόνιοι δ᾽ ἐπὶ τῆς περαίας ἱδρυμένοι πλησίον οὐ μετέχουσι τῆς εὐπορίας ταύτης διὰ τὸ μὴ προσπελάζειν τοῖς λιμέσιν αὐτῶν τὴν πηλαμύδα. (Στράβων, Γεωγραφικά, Ζ, 6, 2)
Πηγές
επεξεργασία- πηλαμύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.