τυφλοπόντικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυφλοπόντικας | οι | τυφλοπόντικες |
γενική | του | τυφλοπόντικα | των | τυφλοπόντικων |
αιτιατική | τον | τυφλοπόντικα | τους | τυφλοπόντικες |
κλητική | τυφλοπόντικα | τυφλοπόντικες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυφλοπόντικας < τυφλ(ός) + -ο- + ποντικ(ός) με μεταπλασμό σε -ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυφλοπόντικας αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το είδος Talpa europea: τρωκτικό μικρού μεγέθους που ζει σε υπόγειες στοές. Έχει μικρά μάτια τα οποία καλύπτονται από επιδερμίδα και για αυτό η όραση του είναι ασθενής. Διαθέτει δυνατούς κυνόδοντες και πολύ απαλό καστανό-γκρίζο τρίχωμα. Τρέφεται με ρίζες και άλλα χόρτα
- (μεταφορικά) αυτός που συνηθίζει να ζει στο σκοτάδι