ποντικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποντικός | οι | ποντικοί |
γενική | του | ποντικού | των | ποντικών |
αιτιατική | τον | ποντικό | τους | ποντικούς |
κλητική | ποντικέ | ποντικοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ποντικός < αρχαία ελληνική ποντικός < ποντικός μῦς (ποντίκι από τον Πόντο, την Μαύρη Θάλασσα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ποντικός αρσενικό
- (ζωολογία) μικρό τρωκτικό ζώο, το ποντίκι (βλέπε λέξη)
- (μεταφορικά) ο διαρρήκτης
- συνελήφθη ο ποντικός των Εξαρχείων
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- σαν τον ποντικό στη φάκα
- ο ποντικός στην τρύπα του άρχοντας μέγας είναι
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αγροπόντικας
- ποντικοκούραδο
- ποντικοκτόνος
- ποντικομαμή
- ποντικοπαγίδα
- ποντικότρυπα
- ποντικοφάρμακο
- ποντικοφωλιά
- τυφλοπόντικας
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ποντικός
→ δείτε τη λέξη ποντίκι |
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ποντικός <
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ποντικός