• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ποντικοφάρμακο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντικοφάρμακο τα ποντικοφάρμακα
      γενική του ποντικοφάρμακου των ποντικοφάρμακων
    αιτιατική το ποντικοφάρμακο τα ποντικοφάρμακα
     κλητική ποντικοφάρμακο ποντικοφάρμακα
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ποντικοφάρμακο < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ποντικοφάρμακο ουδέτερο

  • → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ποντικοφάρμακο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ποντικοφάρμακο&oldid=4866373"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 18:54

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 18:54.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie