μυοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυοκτονία < ελληνιστική κοινή μυοκτόνος + -ία < αρχαία ελληνική μῦς + κτείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυοκτονία θηλυκό
- (λόγιο) η εξολόθρευση των ποντικών ή άλλων τρωκτικών ενός χώρου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυοκτονία
|