Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μυοκτόνος το μυοκτόνο
      γενική του/της μυοκτόνου του μυοκτόνου
    αιτιατική τον/τη μυοκτόνο το μυοκτόνο
     κλητική μυοκτόνε μυοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυοκτόνοι τα μυοκτόνα
      γενική των μυοκτόνων των μυοκτόνων
    αιτιατική τους/τις μυοκτόνους τα μυοκτόνα
     κλητική μυοκτόνοι μυοκτόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυοκτόνος < ελληνιστική κοινή μυοκτόνος[1] < αρχαία ελληνική μῦς + κτείνω

  Επίθετο επεξεργασία

μυοκτόνος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μυοκτόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.