Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπράττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπράττω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική perpétrer[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈpɾa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐πράτ‐τω

διαπράττω

  • κάνω κάτι αρνητικό (λάθος, αδίκημα, έγκλημα κλπ)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία