• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διαπράττω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Κλίση
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπράττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπράττω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική perpétrer[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈpɾa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πράτ‐τω

Ρήμα

επεξεργασία

διαπράττω

  • κάνω κάτι αρνητικό (λάθος, αδίκημα, έγκλημα κλπ)

Κλίση

επεξεργασία
  • → λείπει η κλίση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • διάπραξη
  • πράξη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διαπράττω
  • αγγλικά : commit (en), perpetrate (en)
  • γαλλικά : commettre (fr), perpétrer (fr)
  • γερμανικά : begehen (de), verüben (de)
  • ισπανικά : cometer (es), perpetrar (es)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ διαπράττω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαπράττω&oldid=5601798"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Οκτωβρίου 2022, στις 19:07

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Οκτωβρίου 2022, στις 19:07.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας