Δείτε επίσης: ποντικί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντίκι τα ποντίκια
      γενική του ποντικιού των ποντικιών
    αιτιατική το ποντίκι τα ποντίκια
     κλητική ποντίκι ποντίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποντίκιον < υποκοριστικό του ποντικός < ποντικός μῦς (ποντίκι από τον Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ponˈdi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐ντί‐κι
τονικό παρώνυμο: ποντικί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
ένα ποντίκι που δαγκώνει
 
ένα ποντίκι που δε δαγκώνει

ποντίκι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) μικρό τρωκτικό ζώο που ζει στις πόλεις, στους αγρούς και στα σπίτια
    ταυτόσημα: ποντικός, μυς
  2. (ανατομία)
    1. μυς του σώματος που μεταβάλλει αρκετά το σχήμα της εξωτερικής επιφάνειας όταν χρησιμοποιείται
      Συνεχώς φουσκώνει και επιδεικνύει τα γυμνασμένα του ποντίκια.
      ταυτόσημα: μυς
    2. (ειδικότερα) ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς όταν σφίγγεται
    για κάνε να δω αν έχεις καθόλου ποντίκι
  3. (πληροφορική) μικρή συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης [1][2]
    Μαζί με το πληκτρολόγιο, αγόρασε και ένα καινούριο εργονομικό ποντίκι.
  4. τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού μοσχαριού
    Είπε στο χασάπη να του κόψει κι ένα κιλό ποντίκι.
  5. (μεταφορικά) ο νέος στρατιώτης

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ποντίκι (υπολογιστή). Προσπέλαση 2020-05-13.
  2. Ποντίκι - mouse (υπολογιστή). Προσπέλαση 2020-05-13.