πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντικοκούραδο τα ποντικοκούραδα
      γενική του ποντικοκούραδου των ποντικοκούραδων
    αιτιατική το ποντικοκούραδο τα ποντικοκούραδα
     κλητική ποντικοκούραδο ποντικοκούραδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντικοκούραδο < ποντικός + κουράδι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποντικοκούραδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία