Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντικοκούραδο τα ποντικοκούραδα
      γενική του ποντικοκούραδου των ποντικοκούραδων
    αιτιατική το ποντικοκούραδο τα ποντικοκούραδα
     κλητική ποντικοκούραδο ποντικοκούραδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποντικοκούραδο < ποντικός + κουράδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποντικοκούραδο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία