ποντικάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποντικάκι | τα | ποντικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ποντικάκι | τα | ποντικάκια |
κλητική | ποντικάκι | ποντικάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ποντικάκι < ποντίκι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ποντικάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ποντίκι ή του ποντικός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ποντικάκι