ποντικοφάγωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποντικοφάγωμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- ποντικοφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις ποντικός και τρώω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποντικοφάγωμα
|
ποντικοφάγωμα ουδέτερο
|