ποντικί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pon.diˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντι‐κί
- τονικό παρώνυμο: ποντίκι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποντικί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το γκρί χρώμα του ποντικού, το γκρι σουρί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποντικί
|