ενικός         πληθυντικός  
mouse mice

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mouse < μέση αγγλική mous < αγγλοσαξονική γλώσσα mus < πρωτογερμανική γλώσσα *mus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mouse (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • mouse στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Ετυμολογία

επεξεργασία
mouse < (άμεσο δάνειο) αγγλική mouse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmaws/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mouse (it)