mouse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mouse | mice |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- mouse < μέση αγγλική mous < αγγλοσαξονική γλώσσα mus < πρωτογερμανική γλώσσα *mus
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mouse (en)
- (θηλαστικό ζώο) ποντικός
- (πληροφορική) το ποντίκι
- Υπερώνυμα: pointing device
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΙταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- mouse < (άμεσο δάνειο) αγγλική mouse
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mouse (it)