mouse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mouse | mice |
Ετυμολογία
επεξεργασία- mouse < μέση αγγλική mous < αγγλοσαξονική γλώσσα mus < πρωτογερμανική γλώσσα *mus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmouse (en)
- (θηλαστικό ζώο) ποντικός
- (πληροφορική) το ποντίκι
- Υπερώνυμα: pointing device
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- mouse στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mouse < (άμεσο δάνειο) αγγλική mouse
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmouse (it)