Ετυμολογία

επεξεργασία

Συντομομορφή

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
KVM KVMs

KVM (en) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • KVM στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια