Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

device (en)

  1. (τεχνολογία) συσκευή[1], διάταξη[1]
  2. σχέδιο (συχνά παραπλανητικό), στρατήγημα
    • λογοτεχνικό στρατήγημα (πχ. ισχυρισμός "πραγματικής ιστορίας", "δεδομένων", "γράμματος πρωταγωνιστή" κτλ.)
  3. (ρητορική) ρητορικό σχήμα (π.χ μεταφορά ή ειρωνεία)
  4. (οικόσημα) το προσωπικό έμβλημα κάποιου που τον διακρίνει από άλλα μέλη του ίδιου οίκου[1]
  5. (πληροφορική) η συσκευή για είσοδο ή έξοδο δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
    συντομογραφία: dev

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • device στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση «device» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.