πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρατήγημα τα στρατηγήματα
      γενική του στρατηγήματος των στρατηγημάτων
    αιτιατική το στρατήγημα τα στρατηγήματα
     κλητική στρατήγημα στρατηγήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατήγημα ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) έξυπνο πολεμικό αμυντικό ή επιθετικό τέχνασμα
  2. (μεταφορικά) απατηλός τρόπος, πανουργία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη κόλπο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στρατήγημᾰ τὰ στρατηγήμᾰτ
      γενική τοῦ στρατηγήμᾰτος τῶν στρατηγημᾰ́των
      δοτική τῷ στρατηγήμᾰτ τοῖς στρατηγήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στρατήγημᾰ τὰ στρατηγήμᾰτ
     κλητική ! στρατήγημᾰ στρατηγήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατηγήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στρατηγημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατήγημα < στρατηγέω / στρατηγῶ, στρᾰτηγη- + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατήγημα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία