στρατήγημα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρατήγημα < αρχαία ελληνική
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾaˈti.ʝi.ma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στρατήγημα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος): έξυπνο πολεμικό αμυντικό ή επιθετικό τέχνασμα
- (μεταφορικά): απατηλός τρόπος, πανουργία