στρατήγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατήγημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατήγημα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaˈti.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τή‐γη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατήγημα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) έξυπνο πολεμικό αμυντικό ή επιθετικό τέχνασμα
- (μεταφορικά) απατηλός τρόπος, πανουργία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρατηγός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στρατήγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατήγημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στρατήγημᾰ | τὰ | στρατηγήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | στρατηγήμᾰτος | τῶν | στρατηγημᾰ́των |
δοτική | τῷ | στρατηγήμᾰτῐ | τοῖς | στρατηγήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | στρατήγημᾰ | τὰ | στρατηγήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | στρατήγημᾰ | στρατηγήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατηγήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στρατηγημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστρατήγημα, -ατος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρατηγός
Πηγές
επεξεργασία- στρατήγημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.